διακοσμίζω

διακοσμίζω
διακοσμίζω (Μ)
διακοσμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστώς (αντί τού διακοσμώ) από τον αόρ. διεκόσμησα, που συνέπιπτε με τον αόρ. σε -ίσα τών ρημάτων σε -ίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”